- πρόσθετος
- -η, -ο / πρόσθετος, -ον, ΝΜΑ, και προσθετός, -ή, -ό, Ν [προστίθημι]1. αυτός που έχει προστεθεί εκ τών υστέρων, που έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί (α. «προσθετά δόντια» β. «πρόσθετοι κλίμακες», Αριστείδ.γ. «πρόσθετοι πτέρυγες», Παλαίφ.)2. αυτός που έχει προστεθεί σε άλλα τα οποία προϋπήρχαν (α. «πρόσθετα βάρη» β. «πρόσθετας σύκας φυτεύειν», επιγρ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. τα πρόσθετα(χημ. τεχν.) συνοπτική ονομασία τών πάσης φύσεως χημικών ουσιών οι οποίες εισάγονται στα τρόφιμα, στα προϊόντα κατεργασίας τού αργού πετρελαίου και στα πετροχημικά με σκοπό τη βελτίωση τών ιδιοτήτων τουςαρχ.1. αυτός που έχει παραχωρηθεί, που έχει εκχωρηθεί σε κάποιον («κτήματα πρόσθετα ποιήσαντες Μαυσσώλλῳ», επιγρ.)2. ο καταγεγραμμένος, ο καθιερωμένος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσθετονιατρ. το υπόθετο για τη γυναικεία μήτρα, ο πεσσός*.επίρρ...προσθέτως Αεπί πλέον, επιπρόσθετα.
Dictionary of Greek. 2013.